Σαν ανθρώπινες οντότητες ορθώνονται οι παλιές,
σταματημένες μηχανές των τρένων που ζωγραφίζει
ο Αλέξανδρος Μουστάκας. Είναι παρουσίες μνημειακές,
προικισμένες με εξωτερικό και εσωτερικό μέγεθος.
Τα νεανικά αυτά έργα, που δημιουργήθηκαν τα τρία
τελευταία χρόνια, με μεικτή τεχνική, αποτελούν δείγματα
πλαστικής ωριμότητας. Η ποταμίσια άμμος ενσωματώνεται
στην ύλη των ακρυλικών, χαρίζοντας στη ματιέρα ανάγλυφη
υπόσταση. Τα θέματα μετουσιώνονται έτσι σε φόρμες απτές. |
Ο δημιουργός επέλεξε να απεικονίσει τις μηχανές των
τρένων στα έργα του προβληματισμένος από τα
τεκταινόμενα της ανθρωπότητας κυρίως την αλματώδη
εξέλιξη της τεχνολογίας και την καταδίκη παλαιότερων
επιτευγμάτων στη φθορά. Ωστόσο, η πιο σημαντική ώθηση
υπήρξε βαθύτατα βιωματική, γεγονός που συνιστά την πηγή
κάθε αληθινής τέχνης. Ο παππούς του Αλέξανδρου που
ήταν μηχανοδηγός και μηχανοστασιάρχης στους
σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Άπειρες οι αφηγήσεις του
πατέρα του καλλιτέχνη για τα τρένα και οι επισκέψεις της
οικογένειας του στους σταθμούς. Αλλά πρόσφατα μια
κοσμογονία αισθημάτων ήρθε να κατακλύσει την ψυχή του
ζωγράφου. Αυτό συνέβη όταν αντίκρισε τούτα τα σιδερένια
θηρία ακινητοποιημένα και σκουριασμένα ανάμεσα στις
χορταριασμένες ράγες των τρένων.
Μια αίσθηση μελαγχολίας, εγκατάλειψης και μυστηρίου
είναι διάχυτη στις συνθέσεις. Το μεταφυσικό πνεύμα
εντείνεται από την υπέρβαση ενός συγκεκριμένου,
αναγνωρισμένου χώρου. Καθώς το περιβάλλον που
πλαισιώνει τις μηχανές παραμένει ακαθόριστο και η
προοπτική των δαπέδων με τα αβακωτά πλακόστρωτα
είναι αντεστραμμένη και ασταθής. Σε αντίθεση με τους
στιβαρούς, σιδερένιους όγκους που μεταμορφώνονται σε
σύμβολα μέσα σε μια κατάφαση της διαχρονικής τους
ουσίας. Συχνά η διαγώνια τοποθέτησή τους στο χώρο
προσδίδει στα τρένα ένα μέρος της αλλοτινής τους ενέργειας.
Παιδιά του ανθρώπου αυτές οι μηχανές, πραγματώσεις
της δημιουργικής του δύναμης, μένουν τώρα κενές,
αφημένες στο φθοροποιό άγγιγμα του χρόνου. Οι λέβητες, οι
ατμάμαξες, οι εφοδιοφόροι που μετέφεραν το νερό και
το κάρβουνο, άλλοτε έσφυζαν από ζωή. Και τώρα,
απόμαχοι μιας τεχνολογικής επανάστασης εξακολουθούν
να στέκουν, με μια ήρεμη, στωική μεγαλοπρέπεια,
διατηρώντας στοιχεία από την πρώτη τους λάμψη και
δύναμη. Σαν γιγάντια ‘’γερασμένα μωρά ‘’ τα βλέπει
ο καλλιτέχνης κι έρχεται να τα κανακέψει με το βλέμμα και
το χρωστήρα του. Η τρυφερότητα των χρωμάτων απαλύνει την
τραγικότητα, εμφυσώντας στους συμπαγείς όγκους την πνοή της
νεότητας. Η τέχνη ανακαλύπτει την ομορφιά και την οδηγεί έξω
από τα δεσμά του σκοταδιού και του χρόνου. Το κόκκινο, η ώχρα,
το γαλάζιο αναδύονται από τη λήθη του μαύρου. Η σκουριά
λάμπει, βαθυκόκκινη, τριανταφυλλένια και χρυσαφιά. Και το
λευκό φτερουγίζει στα φώτα εξαϋλώνοντας τις φόρμες. |
Κάποτε η ζωγραφική επιφάνεια καταλαμβάνεται
ολόκληρη από τμήματα των μηχανών δοσμένα πιο αφαιρετικά.
Εκεί η ατμόσφαιρα μεθάει από φως και χρώμα
απελευθερωμένο. Οι συζευγμένοι τροχοί των τρένων γίνονται
σχήματα αρχετυπικά υποβάλλοντας τον κύκλο της ύπαρξης με τη
ρευστότητα του αιώνιου γίγνεσθαι.
Ευαίσθητα τα περάσματα του ενός τόνου μέσα στον άλλο
εντάσσουν τις συνθέσεις σε μια αχλή ονείρου, φανερώνοντας
ότι ο καλλιτέχνης νιώθει το χρώμα ως την πεμπτουσία της ζωγραφικής. |