Κριτικά σημειώματα - «ΤΟΠΟΣ» 2001

 

Ενδοτροπικές  Ισορροπίες
Της Αθηνάς Σχινά

   
Το σάρωμα της τεχνολογικής επανάστασης άλλαξε δραματικά το τοπίο των συνηθειών, των χρήσεων, των συμπεριφορών και νοοτροπιών μας, συμπαρασύροντας σε σύντομο χρονικό διάστημα τους ρυθμούς ζωής και μαζί μ’ αυτούς τις αντιλήψεις μας για τις έννοιες του χρόνου και τις σημασίες της ύπαρξης. Όσα με τους αιώνες σταδιακά κατακτούσε η γνώση, ήρθαν καιροί που μέσα σε μόλις λίγες δεκαετίες εμφάνισαν μια ριζικά διαφορετική κι ανατρεπτική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που ταχύτατα άφηνε στο περιθώριο τα σκέλεθρα, πλέον, των αλλοτινών νεωτερισμών, ενός κατά τα άλλα ουμανιστικού πολιτισμού, στην εξελικτική πορεία του οποίου αντικρίζει κανείς αλλοτριωτικά φθίνουσες τις κλίμακες αξιών, πριν προλάβουν να αντικατασταθούν απ’ τις επόμενες.  Στην μεταιχμιακή εποχή που ζούμε, τα ερείπια συσσωρεύονται μέρα με τη ημέρα. Πριν ακόμη αποσυρθούν από το οπτικό μας πεδίο, το εκτόπισμα τους αφήνει τα συναισθηματικά του σημάδια, σε όσους τουλάχιστον έζησαν το μεγάλο άλμα και ακόμη βιώνουν το αστάθμητο βήμα  της ερχόμενης ώρας, στις καθημερινές αλλαγές του περιβάλλοντος όσο και σε αυτές της προσωπικής τους ενδοχώρας. Το παρόν γίνεται γοργά παρελθόν και η μνήμη δεν αφήνει πλέον ανοχή ούτε στην οδύνη, ούτε στην λύτρωση, άφ’ης στιγμής ο καταιγισμός της  πολιορκητικής πληροφόρησης βρίσκεται σε συνεχόμενη ροή, με το ένα εικονοποιημένο μήνυμα να παρεισφρύει στο άλλο, σχηματίζοντας μια πληθωριστική κι ευδαιμονικά εφιαλτική διελκυστίδα.  Οι συμπληγάδες του πορθμείου που οδηγούν από την μια εμφανιζόμενη πραγματικότητα στην άμεση εικόνα της διαδοχής της, ακολουθούνται από εφήμερες δεσμεύσεις και ταυτόχρονες αποδεσμεύσεις νοημάτων, δημιουργώντας εντέλει έναν χάρτη ανισότροπων διαδρομών και οριακών ισορροπιών στον μεσημβρινό της θέασης, εκεί όπου οι επάλληλες φθορές εμφανίζουν ένα μεταμορφωσιογενές και άφθορο στην ανθεκτικότητα του τοπίο, σαν κι εκείνα που παρουσιάζει ο Αλέξανδρος.
   
   
Ένα τοπίο υποφώσκουσας ανατροπής όλων των κεκτημένων, από μια αέναη υπέρβαση. Η γλώσσα και η διαπραγμάτευση της εικαστικής αποτύπωσης, αναθεωρούνται, μαζί με την ίδια την αισθητική της εικόνας, καθώς προσδιορίζει και παραλλήλως αφορίζει τα περιεχόμενα της. Μέσα από την προηγούμενη εκθεσιακή του ενότητα των έργων του, ο Αλέξανδρος είχε υποδείξει τα εφαλτήρια του σημερινού του προβληματισμού. Στην σειρά των αινιγματικών του καινούργιων τοπίων, ο προβληματισμός εκείνος εμφανίζεται άμεσος, συνθετότερος, διαθέτοντας επεξεργασμένη εβάθυνση και λειτουργική συνοχή στην ανάπτυξή του. Τα τρένα, στην ενότητα εκείνη, παρουσιάζονταν ως αρχέγονα τοτεμικά μνημεία της βιομηχανικής επανάστασης και ταυτόχρονα ως φθίνοντες οργανισμοί μιας αρχαίας μνήμης, νωπής μολαταύτα από το συναίσθηματικό της εκτόπισμα. Μέσα από την παλαιά λάμψη της αποκάλυψης του μετασχηματιστικού τους μηχανισμού, πρόβαλε ένας υπολανθάνων ψυχισμός, καθώς τα τραίνα του φάνταζαν σαν ευλαβικά δεινοσαυρικά κατάλοιπα της χθεσινής μέρας στο στέγαστρο της θαλπωρής των αναμνήσεων, απ’ όπου διάχυτα υπέβαλαν την μελαγχολία της εγκατάλειψης, εξαργυρώνοντάς την με την μυστηριακή ατμόσφαιρα της υπαινικτικής μεταφυσικής εγκαρτέρησης. Ο χώρος φιλοξενίας των τραίνων εκείνων ήταν ουτοπικός, ασταθής και αβέβαιος, λόγω της προοπτικής που σχημάτιζαν τα αβακωτά δάπεδα, καθώς το πλέγμα της οπτικής τους προσλαμβάνουσας συνδύαζε, στο βλέμμα του θεατή, την κλασική αναγεννησιακή με την ανεστραμμένη βυζαντινή προσπέλαση της ψευδαισθητικής προβολής. Εκτός από την αδρότητα γραφής, αναφορικά με την διαμόρφωση της αληθοφανούς ογκοπλαστικής απεικόνισης, η αυστηρότητα της γεωμετρίας υπολάνθανε τότε στην δομή της σύνθεσης, αποκαθηλώνοντας τον λυρισμό που θα μπορούσε η ρεαλιστική σύμβαση να καλλιεργήσει. Ο ζωγράφος είχε αναχαιτίσει τον επιφανειακό λυρισμό με την οριζόντια, την κατακόρυφη και κυρίως με την δυναμική διαγώνια  διάταση της φόρμας, ως ένδειξη εισόδου και ταυτόχρονης φυγής των τραίνων. 
   
   
Σε αναπεπταμένα τώρα πεδία, ο Αλέξανδρος έστησε το δικό του οραματικό τοπίο των αινιγμάτων μιας ακροβατικής υπόθεσης προθέσεων του εφικτού. Ότι είχε υπαινιχθεί η φόρμα σε σχέση με τον ‘’εξωτερικό’’ χώρο, τα ανέλαβε ο διάλογος της φωτοσκιάς με το ‘’ενδοτροπικό’’ πλέον χώρο. Ο χώρος του, στην προκείμενη περίπτωση παρουσιάζεται αναγωγικός, πολυσημειακός και διφορούμενος. Τα κτίσματα που τον ζωντανεύουν, είναι πυλώνες διέλευσης στο χρώμα της σκουριάς, φουγάρα εργοστασίων που οι καπνοί τους αντιστρατεύονται τους δρόμους της σκιάς, μνημειώδη κλιμακοστάσια που οδηγούν σε ερήμους επαναφέροντας αιτήματα της υπαρξιακής αγωνίας, με απουσία ωστόσο της συναισθηματικής εμπλοκής. Αλλού, αντικρίζει κανείς μηχανές στο χείλος του πουθενά, θυμίζοντας αλλόκοτα σκάφανδρα για βυθομετρικές αναζητήσεις της μνήμης, ενώ τα βαρέλια πετρελαίου, οι  υψικάμινοι ασβεστίου και άλλα βιομηχανικά κατάλοιπα που έχουν από μείνει, φαντάζουν σαν τα κελύφη οστράκων στον αιγιαλό του χρόνου. Η εικαστική απόδοση του ελεγειακού τοπίου δέχεται ένα απόκοσμο φως από το μεσουράνημα θαρρείς του ήλιου, μολονότι οι εστίες εκπήγασής του απουσιάζουν, σαν οι φιγούρες και τα κτίσματα να φωτίζονται από περιοχές κοντά στον βόρειο πόλο, όπου οι σκιές επιμηκύνονται παράδοξα αναλαμβάνονταςκυρίαρχο ρόλο απέναντι σ’ ό,τι πράγμα ακολουθούν, καθώς ελαχιστοποιούν το μέγεθος του, ακόμη και το σημασιολογικό. Ο διάλογος φωτός και σκιάς, εντάσεων και διαβαθμίσεων, γεωμετρικών προσδιορισμών και αποκλίσεων των σχημάτων σε σχέση με έναν υποδόριο κάναβο ενδογενών ισορροπιών, δημιουργεί τους λόγους μιας εσωτερικής αναφοράς των επιμέρους τμημάτων της σύνθεσης με το σύνολο αναγωγής της ίδιας της απεικόνισης. Αμείλικτη σιωπή χαρακτηρίζει τα ερμητικά αυτά τοπία που λειτουργούν ταυτόχρονα και ως φυσικομαθηματικά θεωρήματα σε σχέση με την λειτουργία της μνήμης, των εικόνων του συλλογικού ασυνείδητου και των εικόνων μιας ανυπότακτης κι απορφανεμένης φαινομενολογίας. Οι μορφές μετασχηματίζονται σε προσχήματα όψεων του ορατού ή πιθανού μιας αμετάκλητα φαντασιωτικής συμπτωματολογίας που περιθάλπεται στην μεταφυσική γαλήνη της ουτοπίας. Το μοιραίο και το τυχαίο συναντώνται ανεπίληπτα μέσα από την αυστηρότητα ενός έωλου εικονισμού που κρύβει περισσότερα απ’ όσα φανερώνει, υποδηλώνοντας ένα κλάσμα που αριθμητή του έχει το εξουσιαστικό φως και παρονομαστή του τον πανδομάτορα χρόνο. Ο χώρος ταυτίζεται πλέον με την εναισθητική προβολή του θεατή που η ασφάλεια του διακυβεύεται απ’ τις ψευδαισθήσεις της αληθοφάνειας που παίζει η σκιά στην σκακιέρα ζωής και παρουσίας των μορφών. Οι μορφές εμφανίζονται υπαρκτές και έτοιμες να αποδράσουν, σαν να κατοικούν σε όνειρα χωρίς ηλικία, ‘’στοιχειώνοντας’’ στον χρόνο, ενώ διαρκώς αναρρυθμίζονται και ανασημασιοδοτούνται σε σχέση με την ανάγνωση των μεγεθών, των αναλογιών ,των αντιστοιχιών και των συνειρμών που εκκολάπτουν στο βλέμμα του θεατή, σύμφωνα πάντα με την εκάστοτε θέση που καταλαμβάνουν στις προτάσεις εικασίας του Αλέξανδρου. Οι φιγούρες παρουσιάζονται μαρμαρωμένες και τα άδεια κτίρια ή τα βιομηχανικά κατάλοιπα εμψυχώνονται, διεκδικώντας την χαμένη επανάσταση. Παρ’ όλο ότι θα μπορούσαν τα έργα αυτά, από την περιγραφή τους και μόνον, να εκληφθούν ως εγκεφαλικά, η πνευματικότητα και η συναίσθηση που αποπνέουν μέσα στην εκκωφαντική τους σιωπή, υπερβαίνει κάθε παρόμοια εκδοχή. Πρόκειται για την γραφή και το αποτύπωμα, όχι φυσικά  της εξπρεσιονιστικής χειρονομίας, άλλα της υπαρξιακής αγωνίας που διεγείρεται μέσα από την αλληγορία ενός στοχαστικού εικονισμού. Ενός εικονισμού που με το πρόσχημα του ρεαλισμού φανερώνει τις προϋποθέσεις άρθρωσης της γλώσσας και σύνταξης των στοιχείων δομής μιας ακραιφνούς μορφοποίησης, που ωστόσο πραγματώνεται σ’ αυτά τα τοπία, ως φαντασιωτική παραβολή. Η παραβολή υποδύεται την μνημείωση του στιγμιαίου και μεταβλητού μέσα από την ακαριαία εμψύχωση των υπολειμμάτων που αφήνει πίσω του ο πολιτισμός μας, δημιουργώντας  κοιτίδες απ’ όπου θα αναδυθούν οι ορίζοντες της νέας εποχής, η οποία ήδη βρίσκεται προ των πυλών.
   
   

Προσχέδια -κάρβουνο

Αθηνά Σχινά Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης
(«ΤΟΠΟΣ» «Γκαλερί της Έρσης» Αθήνα 2001)