Η εικόνα ως αίνιγμα Ο εικονισμός, στα ζωγραφικά του Αλέξανδρου (Μουστάκα),προτείνεται ως ένα διαρκές ζητούμενο, αναφορικά με τις πραγματικότητες που υποδεικνύει, τις οποίες ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης χειρίζεται μέσα από το συντακτικό και την γραμματική του σύγχρονου ρεαλισμού. Στην εποχή μας μάλιστα, όπου διαφόρων ειδών προσομοιώσεις κατακλύζουν την καθημερινότητα μας τα υπαρξιακά αιτήματα δείχνουν βολεμένα να αμβλύνονται, εγκλωβισμένα ανάμεσα στο «φαίνεσθε» και στο «είναι», καθώς η μια παράμετρος διαπλέκεται με την άλλη, -αν δεν την υποκαθιστά,-όπως στην ‘’virtual reality’’.H χρήση αυτής της εξουσιαστικά πλασματικής ‘’reality’’ παγιδεύει και ταυτοχρόνως απενεχοποιεί προθέσεις, μέσα και σκοπούς, αφ’ ης στιγμής η αποτελεσματικότητα της εφησυχάζει την ναρκισσευόμενη συνείδηση για τις βεβαιότητες που «κατακτά», μέσα σε ένα πλαίσιο επισφάλειας όμως, όπου όλες οι συνισταμένες της διαρκώς ανατρέπονται, μεταβάλλοντας. Εντέλει το άτομο σε θύτη και μαζί σε άθυρμα των κατακτήσεων του. Κάθε έργο του Αλέξανδρου, που αποκαλύπτει την εξαιρετική σχεδιαστική, χρωματική και συνθετική του δεινότητα, λειτουργεί, (εκτός της αισθητικής του), σαν ένα φιλοσοφικό, φυσικομαθηματικό, πραγματογνωστικό και γλωσσικό θεώρημα. Ένα θεώρημα, που συγκροτείται από μια πλειάδα υποθέσεων, οι οποίες ωστόσο εμπερικλείουν και τις εγγενείς τους αντιφάσεις, Με αποδομήσεις, αναθεωρήσεις και επαναπροσδιορισμούς, ο Αλέξανδρος θέτει και ταυτοχρόνως αίρει τις αποστάσεις που χωρίζουν, αλλά και ενώνουν το υποκείμενο (τον θεατή δηλαδή και τον διαμορφωτή της εικόνας, που ο ίδιος δημιουργεί και καταναλώνει), από το αντικείμενο (το δημιούργημα δηλαδή και τον καταλύτη μίας πραγματικότητας, που δραματουργικά το κάθε στοιχείο στο έργο, την υποδύεται ως αλήθεια και διάψευση). Η Εικόνα στην πρόσφατη ενότητα των έργων του καλλιτέχνη, εμφανίζεται ως ένα πλέγμα πολυεπίπεδης συναίρεσης των «αφηγήσεων» που περιλαμβάνει. Οι «αφηγήσεις» αυτές, που εμφανίζονται ως μορφοποιήσεις ιδιοτήτων, χρησιμοποιούν σαν μέσον την αληθοφάνεια, πειστική, αλλά και υπονομευμένη από τις ψευδαισθήσεις της φέρνοντας στην επιφάνεια νόμους και φαινομενικότητες, διενέργειες και καταστατικές συνθήκες, που φάσκουν και συγκρουσιακά αντιφάσκουν, με βάση τις παράδοξα συμβιωτικές τους αντιπαραθέσεις, σε ένα κατά άλλα γαλήνιο τοπίο. Οι μαθητές του Πλάτωνα γνώριζαν πως για να αναζητήσει κανείς λύσεις που αφορούσαν την ζωή, αλλά και την ηθική στάση του «εαυτού» απέναντί της, έπρεπε πρώτα να γνωρίζει το άτομο τους τρόπους να θέτει, (μέσα από μια σειρά απομυθοποιήσεων και αναμαγεύσεων της εικόνας), τους συσχετισμούς που αφορούν την οπτική αντιληπτικότητα και την απτική αίσθηση. Οι εγγύτητες και οι αποστάσεις ανάμεσα τους, εμφανίζουν κατ’ουσίαν επί τάπητος το ζήτημα της προοπτικής. Από ποιό ή ποιά άραγε σημεία προσλαμβάνουμε την «υπόθεση πλοκής» των παριστανομένων? Και σε ποιο βαθμό ο θεατής ελέγχει και ορίζει ότι βλέπει? Μήπως ελέγχεται από τα «ορώμενα» του, καθώς αντανακλούν τις ψυχοδυναμικές δυνατότητες και το σκεπτικό των σημασιών που ο θεατής εντέλει τους αποδίδει? Το αίτημα στην συνέχεια μετατρέπεται σε αιτούμενο, εστιάζοντας στις διαδραστικές σχέσεις της εικόνας. Τις σχέσεις, που αφορούν την οπτική και νοηματική σημασία της ίδιας της προοπτικής, η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση των έργων, συνδιαλέγεται με τα επίπεδα βάθους και επιφανείας με τον ορίζοντα θέασης και με τα «σημεία φυγής» του, με τις ανωφέρειες και κατωφέρειες του βλέμματος (από το έδαφος προς τον ουρανό και από το έδαφος προς το υπέδαφος), διαμέσου αναπεπταμένων ή κεκλιμένων κάποτε επιπέδων. Επομένως, ο κόσμος της θέασης, σε αυτά τα έργα των συμπτώσεων και του ασύμπτωτου, δεν παριστάνεται προοπτικά. Αντίθετα, εκείνο που «προοπτικά» μορφοποιείται, είναι ο τρόπος του βλέμματος, που επιμερίζεται και περιστρέφεται, υποδεικνύοντας τη δυναμική φορά της κίνησης, κατανεμημένης και αρθρωμένης σε επιφάνειες και επίπεδα, τα οποία διαμορφώνουν ένα ανισότροπο «τοπίο». Ένα «τοπίο», όπου οι νόμοι της βαρύτητας συνυπάρχουν ανταγωνιστικά με τους νόμους της άνωσης, ενώ τα αντικείμενα εντός του αντιστρατεύονται τις ερριμένες τους σκιές, άλλοτε πάλι τις επιτείνουν, περνώντας ανεπίληπτα ο ζωγράφος, από την φυσική σε μια μεταφυσική πραγματικότητα. Ο Leonardo da Vinci άλλωστε είχε πει πως είμαστε ότι παρατηρούμε και με τον τρόπο που το προσλαμβάνουμε. Η ερημική ατμόσφαιρα της απορφάνειας και της νοσταλγίας, της επιθυμίαςκαι της απώθησης, της αποζήτησης και της απορίας, των διελεύσεων του βλέμματος και των διλημμάτων του στοχασμού που απορρέει από τα γεμάτα ευκρίνεια, λάμψη και φωταύγεια τοπία του Αλέξανδρου, διασυνδέει τον κόσμο των αρχέτυπων με εκείνων των εντυπώσεων. Οι μορφές λειτουργούν ως ρηματικές ενέργειες και επιθετικοί προσδιορισμοί της καταστατικής τους συνθήκης, σ’ έναν χρόνο που ενσωματώνει το παρελθόν τους στο παρόν. Σ΄ ένα παρόν, που χρονικά προεκτείνεται στο μέλλον, χωρίς ορίζοντα ανάσχεσης. Η φωτογραφική σχεδόν, αλλά εικαστική ωστόσο απόδοση της ακαριαίας στιγμής που συλλαμβάνει το βλέμμα, από το πέταγμα π.χ. ενός περιστεριού ή από ένα δέντρο, στην άνοιξη της καρποφορίας του, «παγώνουν»(ως μορφικοί και ταυτοχρόνως ως απαρεμφατικοί σχηματισμοί),στο οπτικό πεδίο, επιμηκύνοντας την διάρκειάς τους στον χρόνο, αλλά περισσότερο την αγωνία ανάμεσα στα πρωθύστερα και στα παρεπόμενα τους. Με άλλα λόγια, ο Αλέξανδρος, χρησιμοποιώντας την εκλογίκευση της αληθοφάνειας, υπονομεύει τόσο την πιστότητά της, σχετικά με την πλαστότητα που εμπερικλείει, όσο και την ίδια την διασύνδεση αιτίου και αιτιατού. Η ρήξη γίνεται μέσα από έναν χρόνο, που μετατρέπει τις ενέργειες σε ενεργούμενα, καθώς ισορροπεί παράδοξα και οριακά ο καλλιτέχνης την γραμματική φωνή της κάθε «ανασυντακτικής» του υπόθεσης, σε ενεργητική, μέση, και παθητική. Ο εικονισμός επομένως καθίσταται «υπόθεση εργασίας» για τον Αλέξανδρο, αλλά την ίδια στιγμή και «εργαλείο» προκειμένου μέσα από τους ελεγχόμενους χειρισμούς του, να αποκαλύψει τις διεργασίες που συντελούνται, τόσο στο προσκήνιο της θέασης, όσο και στα παρασκήνια, όπου σημασιολογικά αυτή η θέsαση ανάγεται. Ανάμεσα στον εγκλεισμό και στην διαφυγή, στην δέσμευση και στην απόδραση, στην νομοτέλεια του προδιαγεγραμμένου και στην αυθαιρεσία του πιθανού (που αυτενεργεί, ανατρέποντας την ίδια του την προσδοκία), οι πλεύσεις των καραβιών του Αλέξανδρου γίνονται αγκυροβόλια, οι δικτυώσεις της υπόγειας γεωμετρίας που διαπλέκουν (ως υφέρπων κάνναβος) το οπτικό στερέωμα, μεταμορφώνονται σε απρόσμενα δόρατα που το διατρυπούν και το εξουσιάζουν, παρομοιαζόμενα με τα ξύλινα μολύβια ενός σχεδίου. Του σχεδίου, που γράφει, διεκδικεί, απαλείφει ή και διαγράφει ακόμη την παρουσία των μορφών, ρισκάροντας το κέρδος ή την απώλειά τους από το φως και το σκοτάδι, από την εμφάνιση και την εξαφάνισή τους, από την «συναλλακτική» τους concencus. Αρχέτυπα, σύμβολα και αλληγορίες εξαντικειμενίζονται, μεταφέροντας στην μορφοθέαση και την μήτρα μαζί της εγγραφής τους στο υπέδαφος ή στο συλλογικό ασυνείδητο, όπως τα δέντρα του ζωγράφου, που αποκαλύπτουν τις ρίζες τους στα βάθη της ύπαρξης και στα βάθη του χρόνου, εκεί που θέτει κανείς τα ερωτήματα γύρω από τα εμφανή και τα αδιαφανή πεδία της όρασης, αλλά και πέρα από αυτήν, του στοχασμού. Ο Αλέξανδρος αρχιτεκτονεί, εξεικονίζει και σκηνογραφεί τις δομές και την λειτουργία του ίδιου του «ποιητικού» ιδιώματος, προκειμένου να αποτυπώσει στα έργα του μια δική του «φύση». Την φύση του λόγου της εικόνας σε ανταπόκριση με την ζωγραφική πράξη, αντιστοιχίζοντας την ενεργητική δράση της γλώσσας αυτής με το εικαστικό της απείκασμα. Παράλληλα, ο ζωγράφος επανεξετάζει, ανασκευάζει, αναλύει, την ίδια στιγμή που αποδομεί, αποκαθηλώνει, επανεννοιοδοτεί και ανασυνθέτει τον ίδιο τον εικονισμό στα διαλεκτικά στοιχεία, (από την βάση μέχρι το εποικοδόμημά του), τον απαρτίζουν. Από αυτή την άποψη, η ρεαλιστική παραστατικότητα στα έργα αυτά, μετατρέπεται σε εννοιακή (conceptual) υπόθεση, χωρίς ωστόσο εγκεφαλισμούς και ρητορείες, αφ’ ης στιγμής δεν αποστεγνώνονται (με θεωρητικισμούς) όσα τα μορφικά στοιχεία υποδεικνύουν, καθώς αυτά διατηρούν και μεταφέρουν με υποβλητικότητα και περιεκτική λακωνικότητα, μα μεγαλοπρέπεια και εσωτερικευμένο λυρισμό, με ομιλητική σιωπή κι ελεγειακή συγκίνηση, την αίγλη, την πνοή και την ζωντάνια τους. Μια ζωντάνια κι αμεσότητα, που διεγείρει ταυτοχρόνως την σκέψη και την φαντασία, τους συνειρμούς κι εντέλει την «μετάπραξη» που καλείται ο θεατής να διαδραματίσει στην συνομιλία του με το κάθε έργο. Η συνομιλία αυτή είναι εκείνη που επεκτεινόμενη, γίνεται αναθεωρητικό κίνητρο, αφενός προς την συνείδηση και αφετέρου προς ότι ο θεατής βλέπει και προς όσα πιστεύει ότι βλέπει, μέσα από την ευθύνη του δικού του πλέον τρόπου σύλληψης, αποκωδικοποίησης, αποκαθήλωσης των συμβάσεων και ανασημασιολόγησης της όποιας πραγματικότητας αυτός κάθε φορά επιλέγει και διαμορφώνει. Καθώς μάλιστα την διαμορφώνει ο θεατής, διαμορφώνεται κι εκείνος από αυτήν, μέσα από τα δόντια μίας αφυπνιζόμενης συνειδησιακής μυλόπετρας. |
|
Προσχέδια -κάρβουνο |
Αθηνά Σχινά Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης |